συνοδεύομαι

συνοδεύομαι
συνοδεύομαι, συνοδεύτηκα, συνοδευμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μονωδώ — (Α μονῳδῶ, έω) [μονωδός] άδω μονωδία, τραγουδώ μόνος χωρίς να συνοδεύομαι από κανέναν …   Dictionary of Greek

  • οπλοφορώ — (Α ὁπλοφορῶ, έω) [οπλοφόρος] φέρω όπλα, είμαι οπλισμένος αρχ. παθ. ὁπλοφοροῡμαι, έομαι (τινί) συνοδεύομαι από κάποιον, έχω κάποιον ως σωματοφύλακα …   Dictionary of Greek

  • προσπολώ — έω, Α [πρόσπολος] 1. είμαι πρόσπολος* κάποιου, εργάζομαι ως θεράπων, ως ακόλουθος 2. παθ. προσπολοῡμαι, έομαι συνοδεύομαι από πλήθος υπηρετών …   Dictionary of Greek

  • συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”